- κατακολλᾷν
- κατακολλάωgluepres inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατακολλώ — κατακολλῶ, άω (Α) 1. προσαρμόζω με κόλλα κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. διακοσμώ κολλώντας κάτι («θύρας χρυσῷ κατακολλᾱν») 3. συνάπτω … Dictionary of Greek